στεφανοπώλης

στεφανοπώλης
στεφᾰνο-πώλης, ου, ,
A dealer in crowns or chaplets, PRyl.224.9 (i A.D., dub. rest.), Poll.7.199, Suid.:— fem. [suff] στεφᾰνό-πωλις, ιδος, Sammelb.1080, Plu.2.646e, 972d, Ael. ap. Ar.Byz. Epit.64.15; Στεφανοπώλιδες, name of a comedy by Eubulus; also [suff] στεφᾰνο-πωλήτρια, , Poll.7.199.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεφανοπώλης — dealer in crowns masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανοπώλης — ο, θηλ. στεφανοπωλήτρια ΝΑ, θηλ. και στεφανόπωλις, ώλιδος, Α πωλητής στεφάνων αρχ. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Στεφανοπώλιδες τίτλος κωμωδίας τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • στεφανοπῶλαι — στεφανοπώλης dealer in crowns masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • στεφανοπωλήτρια — η, ΝΑ βλ. στεφανοπώλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”